Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Βγάζοντας από τη μύγα... ξύγκι!

Έκπληξη προκάλεσε -σύμφωνα με το ύφος των σχετικών δημοσιευμάτων- η ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ του πληθωρισμού για το μήνα Μάρτιο, ο οποίος ήταν αρνητικός (-0,2%) για πρώτη φορά από το 1968! Να, λοιπόν, ένας από τους ευσεβείς στόχους του Μνημονίου, που επιτεύχθηκε: ο πλήρης αποπληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας. Ο οποίος, βέβαια, έχει ξεκινήσει εδώ και πολλούς μήνες, αφού η τεχνητή αύξηση του δείκτη από τον Μάρτιο του 2010 και μετά βασίστηκε κυρίως στην υπέρμετρη αύξηση των έμμεσων φόρων (π.χ. στη βενζίνη, στα προϊόντα καπνού, τσιγάρα, ΦΠΑ στην εστίαση κλπ). Μία πιο προσεκτική ανάγνωση στις  διακυμάνσεις των επιμέρους δεικτών που απαρτίζουν τον δείκτη του πληθωρισμού μπορεί να δώσει χρήσιμα συμπεράσματα, πλην όμως η συνολική τιμή του δείκτη είναι αυτή που έχει τελικά σημασία.
Το ίδιο συμπέρασμα επιβεβαιώνεται, εξάλλου, και από τη μελέτη ενός άλλου δείκτη, που σχετίζεται με τη διακύμανση των τιμών, του αποπληθωριστή του ΑΕΠ. Ο οποίος κατά το 2ο τρίμηνο του 2010 εκτιμήθηκε σε -1,0%, ενώ ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2012 είναι σταθερά αρνητικός, με μέγιστη τιμή στο τελευταίο τρίμηνο του 2012 ίση με -1,9%. Ο δε δείκτης αυτός έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού ενώ η ύφεση στο τέλος του 2012 "έτρεχε" με -5,7% σε σταθερές τιμές, σε τρέχουσες τιμές έτρεχε με -7,6%, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τους λόγους του ελλείματος και του χρέους προς το ΑΕΠ, στους οποίους, χρησιμοποιούνται, οι τρέχουσες τιμές, και οι οποίοι αποτελούν τους κυρίως στόχους -υποτίθεται- των Μνημονίων. Και λέμε "υποτίθεται", γιατί οι στόχοι των Μνημονίων είναι τελικά αναρίθμητοι, και με κάθε επίσκεψη της τρόικας ξεφυτρώνουν και νέοι σαν τα μανιτάρια, ακόμα και όταν μεταξύ τους μπορεί να είναι αντιφατικοί.
Μ' αυτά και μ'αυτά δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη η διαφαινόμενη κατάρρευση των δημοσίων εσόδων κατά τον Μάρτιο, τα οποία συντηρούνται στη ζωή μόνο χάρη στην ισχνή αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών και στους (καταναγκαστικούς ελέω ΔΕΗ) φόρους στην ακίνητη περιουσία. Αμφίβολης αποτελεσματικότητας φαίνεται να είναι, επίσης, η λογική της άγριας και υπέρμετρης φορολόγησης των πολιτών, όταν οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών στο κράτος (συμπεριλαμβανομένων των οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία) αυξάνονται με τρομακτικούς ρυθμούς, υποθέτωντας, βέβαια, ότι ο πραγματικός στόχος είναι η δημοσιονομική εξυγίανση του κράτους και όχι η πλήρης και μόνιμη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας των πολιτών. Εκτός πάλι, αν στόχος είναι η, διά της οδού της απελπισίας, "δημιουργική έκρηξη", πλην, ως γνωστόν, οι εκρήξεις γενικά έχουν και παράπλευρες απώλειες...
Η δε άλλη φαεινή ιδέα του οικονομικού επιτελείου της υποχρεωτικής υποβολής φορολογικής δήλωσης από φοιτητές, φαντάρους κλπ (δηλ. πρακτικά από νέους μεταξύ 18-25 ετών) είναι φανερό ότι σκοπεύει στο να βγάλει από το μύγα ...ξύγκι, αφού η εν λόγω ευσεβής ομάδα δυνητικών φοροφυγάδων (περίπου 1,15 εκατ.) θα συνεισφέρει καταρχάς τα 3.000 ευρώ του ατομικού τεκμηρίου διαβίωσης (250 ευρώ μηνιαίως) στο τεκμαρτό εισόδημα των Ελλήνων (ήτοι 3 δισ.ευρώ). Αλίμονο, δε, αν κάποιος από αυτούς έχει αυτοκίνητο, ή/και ακίνητο στο όνομά του... Για το Υπ.Οικ., έχει εισοδήματα που προσεγγίζουν τα 10.000 ευρώ το χρόνο (για το 25% των οποίων οφείλει να έχει αποδείξεις!) παρ' όλο που μπορεί κατά κύριο λόγο να μετακινείται με τα πόδια ή το ποδήλατο, να μένει στην Εστία και να σιτίζεται στη φοιτητική Λέσχη... Ξέρω, οι κακοπροαίρετοι θα σκεφτούν ότι καλά τους κάνει, αφού πολλοί φοιτητές εργάζονται "μαύρα" σε καφετέριες, φωτοτυπάδικα, διανομές φυλλαδίων κ.λπ.
Τώρα το κατά πόσο τα θεωρούμενα ως τεκμαρτά εισοδήματα των ελλήνων φορολογούμενων (που για πρώτη φορά για τα εισοδήματα του 2010 ξεπέρασαν τα δηλωθέντα κατά 5,75 δισ.ευρώ!) συνεισφέρουν τουλάχιστον στη συγκράτηση της ύφεσης (εάν δηλ. αντιπροσωπεύουν το λεγόμενο "λίπος" της ελληνικής οικονομίας, ή αλλιώς τμήμα της παραοικονομίας), γι'αυτό αρμόδια είναι η Στατιστική μας Υπηρεσία. Το ερώτημα όμως, στα πλαίσια και της περίφημης φορολογικής μεταρρύθμισης που είναι μόνιμα σε εξέλιξη, το εξής: θέλουμε ειλικρινείς συνειδητοποιημένους φορολογούμενους πολίτες, με συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός (όπως ορίζει το Σϋνταγμα), ή κατά -μαχητό- τεκμήριο φοροφυγάδες, για τους οποίους το κράτος υπολογίζει το εισόδημα και τον αναλογούντα φόρο σύμφωνα με τις ανάγκες του;